κελευστικῇ

κελευστικῇ
κελευστικός
hortatory
fem dat sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Hermeneutik — Die Hermeneutik (von altgriechisch ἑρμηνεύειν hermēneuein ‚erklären, auslegen, übersetzen‘)[1] ist eine Theorie über die Auslegung von Werken und über das Verstehen. Beim Verstehen verwendet der Mensch Symbole. Er ist in eine Welt von Zeichen und …   Deutsch Wikipedia

  • κελευστικός — κελευστικός, ή, όν (Α) [κελεύω] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κελευστή. 2. ο ικανός στο να δίνει διαταγές 3. το θηλ. ως ουσ. ἡ κελευστική (ενν. τέχνη) η τέχνη τού κελευστή, η τέχνη τού να διατάζει κανείς. επίρρ... κελευστικῶς με… …   Dictionary of Greek

  • κηρυκικός — κηρυκικός, ή, όν (Α) [κήρυξ] 1. αυτός που ανήκει σε κήρυκα 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ κηρυκική η τέχνη τού κήρυκα («κελευστικῆ, κηρυκικῇ καὶ πολλαῑς ἑτέραις τούτων τέχναις συγγενέσιν», Πλάτ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”